βρυχηθμός

βρυχηθμός
βρῡχ-ηθμός, ,
A roaring, of the sea or a river, Arist.Mir.843a22, Opp.C.4.171 (pl.);

λέοντος Max.

Tyr.31.3, cf. Aesop.226.
2 ([etym.] βρύχω) gnashing of teeth, lamentation, Men.Epit.472.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βρυχηθμός — roaring masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρυχηθμός — ο (AM βρυχηθμός) [βρυχώμαι] το μούγκρισμα, η κραυγή άγριου ζώου, λιονταριού, τίγρης κ.λπ. νεοελλ. 1. θρήνος 2. ο θόρυβος της θάλασσας, του ανέμου κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • βρυχηθμοῖς — βρυχηθμός roaring masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρυχηθμοί — βρυχηθμός roaring masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρυχηθμοῦ — βρυχηθμός roaring masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρυχηθμούς — βρυχηθμός roaring masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρυχηθμῶν — βρυχηθμός roaring masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρυχηθμῷ — βρυχηθμός roaring masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρυχηθμόν — βρυχηθμός roaring masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -θμος — επίθημα που εμφανίζεται σε αρκετές λ. τής Αρχαίας, από τις οποίες μερικές μαρτυρούνται και στη Νέα Ελληνική. Προήλθε από τον συνδυασμό τού επιθήματος mo ( μο ) που δηλώνει ενέργεια, με την παρέκταση dh ( θ ) που απαντά και σε άλλα επιθήματα (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • ακυρολογία — Η χρησιμοποίηση λέξεων ή φράσεων που δεν συμβιβάζονται με το περιεχόμενο της σκέψης που πρόκειται να διατυπωθεί, π.χ. ο βρυχηθμός των θηρίων (αντί των λιονταριών). Α., επίσης, είναι η χρησιμοποίηση λέξεων που δεν ταιριάζουν με αυτά που συνήθως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”